αρρητίνωτος
Смотреть что такое "αρρητίνωτος" в других словарях:
αρρητίνωτος — ον ο αρετσίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρητίνη «ρετσίνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κατάλογο Εκθετών Α Ολυμπιάδος] … Dictionary of Greek
αρρητίνωτος — ον ο αρετσίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρητίνη «ρετσίνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κατάλογο Εκθετών Α Ολυμπιάδος] … Dictionary of Greek